«Μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ γλώττῃ ἀλλ΄ ἐν ἒργῳ καί ἀληθείᾳ.» (Α΄ Ιω. 3,18)
Η αποστροφή αυτή του λόγου του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου περιέχει σπερματικώς τις κατευθυντήριες γραμμές της ιεραποστολής: αγάπη και έργα αληθείας. Κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται προς όλους όσους στο διάβα των αιώνων πίστεψαν και πιστεύουν ότι το ευαγγέλιο του Χριστού δεν είναι δώρο προς χρήση ατομική, αλλά δώρο προς ωφέλεια πανανθρώπινη. Δώρο σωτηρίας που δημιουργεί την ιεραποστολική ευθύνη της μεταδόσεώς του στους εγγύς και στους μακράν. Δώρο σωτηρίας που ιεραποστολικώς μεταδίδεται και εγκολπώνεται όχι μόνο με το λόγο, αλλά κυρίως με το παράδειγμα της βιωμένης αγάπης.
Και αν πολλοί αναζητούν εφόδια στο πνευματικό οπλοστάσιο της πατερικής μας παραδόσεως, προκειμένου να θεολογήσουν περί ιεραποστολής, θα μου επιτρέψετε απόψε να στηριχθώ στον κατεξοχήν δι’ αποκαλύψεως Θεολόγο, στον Ίδιο τον Δομήτορα της ιεραποστολής, στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, προκειμένου να αναδείξω την ακατάρριπτη διαχρονικότητα όσων μας απεκάλυψε Εκείνος περί της ιεραποστολής, διά των λόγων και των έργων Του. Χάριν δε της οικονομίας του χρόνου θα περιοριστώ στο γεγονός της εμφανίσεώς Του στους μαθητές Του μετά την Ανάστασή Του, γεγονός το οποίο προ ολίγων ημερών πανηγυρικώς εορτάσαμε.
Όταν λοιπόν το βράδυ της πρώτης ημέρας της Αναστάσεως εμφανίστηκε ο Ιησούς στους φοβισμένους μαθητές Του, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», στάθηκε στη μέση και τους είπε «εἰρήνη ὑμῖν» (Ιω. 20,19). Μήπως τους μάλωσε που Τον αρνήθηκαν; Όχι! Μήπως τους αποπήρε που Τον άφησαν την ώρα του Πάθους; Όχι!
Τι έκανε ο Κύριος; Με περισσή αγάπη τους έφερε την ειρήνη της Αναστάσεως. Τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια και πόδια Του και την ματωμένη πληγή από την λόγχη για να βεβαιωθούν πως είναι ο Σταυρωθείς και Αναστάς εκ νεκρών Διδάσκαλός τους.
Τους υπενθύμισε την αποστολή τους. Αποστολή τους δεν ήταν να καλέσουν τους ανθρώπους να γνωρίσουν μια ιδέα, μια θεωρία ή ένα σύστημα. Αποστολή τους ήταν να καλέσουν τους ανθρώπους να γνωρίσουν ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου, που είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ιω. 14,6). Τους υπενθύμισε ότι δεν είναι δυνατόν να φέρουν εις πέρας την αποστολή αυτή στηριγμένοι αποκλειστικώς στο πεπερασμένο των δικών τους δυνάμεων, αλλά μόνο ενισχυμένοι διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και τους είπε: «Λάβετε πνεῦμα ἅγιον» (Ιω. 20,22).
Κι όταν ο Θωμάς δεν αρκέστηκε σε αυτά που του είπαν οι άλλοι μαθητές και ζήτησε απτές αποδείξεις, ο Κύριος έδειξε και πάλι περισσή αγάπη και κατανόηση προς την ανθρώπινη αδυναμία και αμφισβήτηση. Έδειξε εμπράκτως ότι δεν ήλθε να επιβάλει βιαίως το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως στους ανθρώπους. Έδειξε εμπράκτως ότι δεν ήλθε να υποχρεώσει τους ανθρώπους να το ασπασθούν απροϋπόθετα. Έδειξε εμπράκτως ότι, ακόμη και ως δοξασμένος Κύριος, αποδέχεται να γίνει αντικείμενο έρευνας, δίνοντας στον Θωμά το δικαίωμα στην αμφιβολία.
Δεν μάλωσε τον Θωμά, αλλά τον διόρθωσε. Τον διόρθωσε λέγοντάς του: «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιω. 20,29). Δι’ αυτού του μακαρισμού, ευλόγησε τους χριστιανούς όλων των αιώνων, που ιεραποστολικώς αποδέχονται και βιώνουν το μήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου. Δι’ αυτού του μακαρισμού, ευλόγησε την πίστη, που ιεραποστολικώς μεταδιδομένη, υπερβαίνει την ανάγκη των απτών αποδείξεων. Δι’ αυτού του μακαρισμού, ευλόγησε τους εργάτες Του, που ιεραποστολικώς κοπιάζουν να εσταλάξουν στις καρδιές των ανθρώπων την πίστη ως βεβαιότητα, υπερβαίνουσα τα πεπερασμένα όρια της ανθρωπίνης λογικής.
Παράλληλα όμως δεν υποτίμησε την γόνιμη αμφιβολία που προβληματίζει θετικά. Την γόνιμη αμφιβολία που, αντιμετωπιζομένη εντός της Εκκλησίας, μπορεί να οδηγήσει σε βαθειά πίστη και κατά χάριν γνωριμία με τον Θεό. Τόσο ο Πέτρος, που αρνήθηκε τον Κύριο τρεις φορές, όσο και ο Θωμάς, που φάνηκε δύσπιστος στην Ανάστασή Του, είχαν το θάρρος να παραμείνουν μετανοούντες στο ποίμνιο του Χριστού και να γίνουν και πάλι μέτοχοι της Θείας Χάριτος. Και ο μεν Θωμάς ευθέως ανεφώνησε εκείνη την αξεπέραστη ομολογία πίστεως «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ιω. 20,28). Ο δε Πέτρος, όταν απειλήθηκε να μη μιλάει περί της αληθείας, είπε μαζί με τον Ιωάννη «οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν» (Πραξ. 4,20).
Αυτή ακριβώς η εμπειρία του βιωμένου λόγου του Θεανθρώπου ήταν που έκανε τον Ιωάννη να διαμορφώσει τη λυδία λίθο της ιεραποστολής, γράφοντας στην Πρώτη Επιστολή του: «Μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ γλώττῃ ἀλλ΄ ἐν ἒργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α΄ Ιω. 3,18). Επ’ αυτής της λυδίας λίθου εξακριβώνεται όχι η γνησιότητα του χρυσού των ανθρώπων, αλλά η γνησιότητα της αγιοπνευματικής ιεραποστολής.
Της ιεραποστολής όχι μόνο ως μεταδόσεως θεωρητικής γνώσεως περί της αληθείας του Θεού, αλλά κυρίως ως αφυπνίσεως της καρδιάς διά του λόγου του Θεού. Ούτως ή άλλως ο Κύριος ευθαρσώς απέρριψε τον λαό που «τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. 7,8).
Της ιεραποστολής ως μεταγγίσεως στο σώμα της ανθρωπότητας όχι μόνο της ορθοδοξίας, αλλά κυρίως της ορθοπραξίας. Ούτως ή άλλως ο Κύριος μας ξεκαθάρισε: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7,21).
Της ιεραποστολής ως κλήσεως σωτηρίας από την απάνθρωπη δυστοπία των σύγχρονων ανθρωπίνων κοινωνιών στην φιλάνθρωπη ευτοπία της Βασιλείας των Ουρανών, από την ανεστιότητα του κόσμου αυτού στην θαλπωρή της οικίας του Πατρός.
Αυτή η αξεδιάλυτη συμπόρευση αγάπης και αληθείας υπήρξε διαχρονικά η υπαρξιακή πυξίδα της Εκκλησίας που μπορεί να γεννήθηκε στην πόλη του Αλεξάνδρου και να ανδρώθηκε στη γη του Νείλου, αλλά μεγάλωσε και απλώθηκε απ’ άκρου εις άκρον της αφρικανικής ηπείρου: από το κέρας της Αλεξανδρείας έως την φρυκτωρία του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος.
Ο συνεργός και συνέκδημος των Αποστόλων του Χριστού Μάρκος υπήρξε ο σπορέας της μαρτυρίας και της διακονίας που σαν πνεύμα και σαν έργο ο Ιησούς Χριστός μετέφερε στη γη και εξέφρασε με τη ζωή Του. Η Αλεξάνδρεια, το σταυροδρόμι αυτό των φυλών, των γλωσσών και των πολιτισμών, έγινε η τροφός της θρησκείας που νίκησε την ιστορική νομοτέλεια της φθοράς.
Η Κατηχητική Σχολή της Μεγάλης Πόλεως εξόπλισε θεολογικά την χριστιανική αλήθεια. Μάρτυρες, Ομολογητές και Άγιοι Πατριάρχες ως άλλοι λαμπαδηδρόμοι της αποστολικής φλόγας, ορθοτόμησαν θυσιαστικώς τον λόγο της αληθείας. Ασκητές και ασκήτριες έδωσαν σάρκα και οστά στην ολοκληρωτική αναζήτηση της Θείας Αγάπης.
Και η Αφρική έμελλε να γίνει κληρονόμος προνομιακός μηνύματος υπερχρονικού και υπερτοπικού, όπως ευστόχως το συνόψισε ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Ὁ Κύριος ἡμῶν διά τοῦτο παραγέγονεν, ὥστε τήν φύσιν ἀλλάξαι καί μεταβαλεῖν» (Πνευματικαί ομιλίαι, 44, 1). Προοπτική λοιπόν και πρόκληση ταυτόχρονα για την ιεραποστολή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, είναι η δι’ αγάπης και αληθείας πνευματική αναγέννηση του Αφρικανικών λαών. Η δι’ αγάπης και αληθείας κλήση των Αφρικανικών λαών «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 1,9), ώστε να καταστούν κατά χάριν μέτοχοι Θεού.
Οι λαοί αυτοί δεν έχουν την πλασματική αυτάρκεια της υπερτροφικής Δύσεως, αλλά, με ανοιχτές ακόμη τις πληγές του αποικιοκρατικού παρελθόντος, της φτώχειας και αδιεξόδων πολιτικών ή κοινωνικών, αναζητούν το αυθεντικό μήνυμα της ορθής πίστεως. Οι λαοί αυτοί δεν έχουν εξορίσει τον Θεό από την ζωή τους προς χάριν της αυτάρεσκης τεχνολογίας, αλλά πηγαία αναζητούν το ανόθευτο μήνυμα της ορθής πίστεως. Οι λαοί αυτοί έχουν πικρή εμπειρία από δήθεν σωτήρες και αναζητούν το αυθεντικά σωτηριώδες μήνυμα της ορθής πίστεως. Αποζητούν την δυναμική ανακαίνιση κατά τον λόγο του Κυρίου: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 12,9).
Αυτούς τους λαούς καλούμε να μετάσχουν της χαρμόσυνης είδησης του Ευαγγελίου με το λόγο, τη διακονία, την προσευχή και τη λατρεία, την καθημερινή μαρτυρία της χριστιανικής ζωής. Η κλήση αυτή απευθύνεται προς όλους άνευ διακρίσεων, διότι «oὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἓλλην, οὐκ ἒνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἒνι ἂρσεν καί θῆλυ• πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,26-28). Η κλήση αυτή δεν είναι παρά η προέκταση στο χώρο και στο χρόνο της Κυριακής επιταγής προς τους Αποστόλους: «καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ιω. 20,21).
Η κλήση αυτή βρίσκει ευήκοα ώτα και ανοικτές καρδιές, διότι δεν υποκρύπτει προσπάθεια αποσπάσεως των ιθαγενών από τις φυλετικές τους παραδόσεις, αλλά μόνο ενεργοποίηση του πανανθρώπινου γονιδιώματος της πίστεως στον Θεό. Το γονιδίωμα αυτό της πίστεως στον Θεό το μοιραζόμαστε όλοι ως κοινή βάση της υπάρξεώς μας, ασχέτως καταβολών ή επιρροών, που συχνά διαιρούν την ανθρωπότητα και δημιουργούν ταυτότητες δυσανεκτικές σε διαφορετικές παραδόσεις και πολιτισμούς.
Ωστόσο το κοινό γονιδίωμα της πίστεως ενεργοποιείται, όταν τόπος συνάντησης με τον Χριστό γίνεται το πρόσωπο του αδελφού, του αδικημένου και του ξένου. Το κοινό γονιδίωμα της πίστεως ενεργοποιείται όχι με θεωρητικά σχήματα λόγου και επίδειξη θεολογικών γνώσεων, αλλά με δυναμική εφαρμογή της θεολογίας της αγάπης, όπως μας παραδόθηκε από Εκείνον που μας αγάπησε τόσο ώστε να θυσιαστεί για εμάς: «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25,35-36).
Και επειδή πίστη χωρίς καλά έργα είναι αλήθεια χωλαίνουσα, αλλά και καλά έργα χωρίς πίστη είναι ακτιβισμός χωρίς την ελπίδα της εν Χριστώ σωτηρίας, ιεραποστολή στην Αφρική σημαίνει όχι μόνο ευαγγελισμός, φωτισμός και εγκεντρισμός στο αειφόρο δέντρο της Ορθοδοξίας. Ιεραποστολή στην Αφρική σημαίνει, παράλληλα και αναλόγως των διαθεσίμων μέσων και πόρων, συνδρομή των φτωχών, στήριξη των ορφανών, βοήθεια των απόρων ασθενών, ύδρευση των εμπεριστάτων, μόρφωση των απροστάτευτων παιδιών, καταφύγιο των διωκομένων, σεβασμός αδιαπραγμάτευτος των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πίστη δεν μπορεί να καταστεί βάση στερεά σε ένα περιβάλλον ασταθές, αν η αλήθεια της αγάπης δεν κάνει τη συνύπαρξη αλληλεγγύη και τη συμβίωση σεβασμό, πάνω από αποκλεισμούς και στερεότυπα και με κοινό παρανομαστή τον άνθρωπο, ως πλήρη και τέλεια εικόνα του Θεού. Η αλήθεια αυτή της αγάπης είναι και η μόνη απάντηση στη μισάνθρωπη τρομοκρατία, που ως ζιζάνιο καταστροφικό, απειλεί να δηλητηριάσει τον αγρό της Αφρικής και να τον μετατρέψει σε τόπο όπου η ζωή και ο θάνατος θα εναλλάσσονται, θυσία στο βωμό του ανθρωπίνου παραλογισμού.
Στις υπάρχουσες λοιπόν αδιαμφισβήτητα ζέουσες προκλήσεις της ανεπάρκειας των οικονομικών πόρων, της υποστελεχώσεως των ιεραποστολικών μας κλιμακίων, της υπερβάσεως των πάσης φύσεως γραφειοκρατικών δυσκολιών και των κάθε είδους προκαταλήψεων, ήρθε και η αβεβαιότητα του τρόμου να δοκιμάσει τις αντοχές, αλλά και να αποκαλύψει τη βίωση της Χάριτος του Θεού, ως το μόνο αντίδοτο στην παραλυτική επίδραση του τρόμου.
Τις ημέρες αυτές της ασταθούς αβεβαιότητας, έρχεται στο νου μου και πάλι αυτό που έγραψε ο Απόστολος Παύλος προς τον μαθητή του Τιμόθεο: «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ» (Β’ Τιμ 1,7). Η απόλυτη αγάπη είναι ο Χριστός. Και η απόλυτη αγάπη είναι που γεννά τη θυσία του ιεραποστόλου για τον άλλο, θυσία φτάνει μέχρι το σημείο της συσταυρώσεως με τον Κύριό μας για τον άλλο. Η απόλυτη αγάπη καθίσταται γεννήτρια των έργων της αληθείας με τη δύναμη του Κυρίου.
Η δύναμη, ως θεία δωρεά, είναι εκείνη που κάνει την αγάπη εφευρετική και πολυμήχανη, όταν οι ιεραποστολικοί ατραποί, όπου αφρικανικής γης, στενεύουν ή γίνονται αδιάβατοι. Η δύναμη, ως θεία δωρεά, είναι εκείνη που κάνει την αγάπη ριψοκίνδυνη και αποφασιστική, όταν υψώνονται τείχη μίσους και αναφύονται αγκάθια δυσανεξίας του άλλου ως εικόνος Θεού.
Τότε η οδυνωμένη ιεραποστολική αγάπη, ενισχυμένη διά της παντοδυνάμου Θείας Χάριτος, μπορεί να αποβεί όχημα σωφρονισμού, όχι ως αναμόρφωση διά της κανονιστικής επιβολής ποινών, αλλά ως ανακαίνιση του αδελφού δια της συσσωματώσεώς του στην Εκκλησία, ως Σώματος Χριστού.
Διότι μόνο εντός της Εκκλησίας δύναται ο άνθρωπος να εγκολπωθεί την ιερότητα της διαφορετικότητας και της μοναδικότητας του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, όπως την επιβεβαιώνει η κλήση του Κυρίου προς όλους ανεξαιρέτως για μετοχή στην κοινή τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας.
Διότι μόνο εντός της Εκκλησίας δύναται ο άνθρωπος να βιώσει την αλήθεια ότι η ζωή μας δεν είναι πλήρης, αν δεν στηρίζεται στην φιλάνθρωπη αποδοχή του άλλου, κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού που φιλανθρώπως αποδέχθηκε τον τελώνη, την Χαναναία, την πόρνη και τον ληστή.
Η ιεραποστολή λοιπόν στην Αφρική, ως αποστολή έργων αγάπης και αληθείας, καλεί τον άνθρωπο, ελευθέρως και εντίμως, να αποτινάξει τις ιδεοληψίες του κόσμου, οι οποίες φθάνουν έως την ακρότητα της αφαιρέσεως της ζωής του άλλου ως διαφορετικού. Η ιεραποστολή καλεί τον άνθρωπο, ελευθέρως και εντίμως, να ακολουθήσει ευαγγελικώς τα ίχνη του Χριστού, γενόμενος μέλος μιας ανοικτής κοινότητας ανθρώπων αμαρτωλών που αναζητούν πρόσβαση σωτηριώδη στη Βασιλεία των Ουρανών.
Η ιεραποστολή παίρνει τον άνθρωπο από το χέρι και του αποκαλύπτει την Βασιλεία των Ουρανών όχι ως πραγματικότητα αποστασιοποιημένη στο χώρο και στο χρόνο, αλλά ως πραγματικότητα βιουμένη, κατά πρόγευσιν, εντός του λειτουργικού παρόντος της Εκκλησίας.
Η ιεραποστολή παίρνει τον άνθρωπο από το χέρι και του αποκαλύπτει την Βασιλεία των Ουρανών όχι ως έωλη μεταφυσική προοπτική, αλλά ως βεβαία ελπίδα, θεμελιουμένη επί της υποσχέσεως του Κυρίου μας «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.» (Ματθ. 28,20)
Αυτή την υπόσχεση μας έδωσε Εκείνος που άφησε τον ουρανό και κατέβηκε στη γη για να μας προσφέρει τον Παράδεισο. Εκείνος που έγινε πτωχός για εμάς. Εκείνος που ανέβηκε στο Σταυρό και έπαθε για εμάς. Εκείνος που ενταφιάστηκε για εμάς. Εκείνος που αναστήθηκε για εμάς κι έγινε πρόξενος της αθανασίας της ψυχής μας.
Τελικά αυτό είναι και η ιεραποστολή: Άρνηση του εαυτού μου για τον άλλο, χωρίς όμως να χάσω τον εαυτό μου. Εθελοντική πτωχεία για τον άλλο, χωρίς όμως να χάσω τον πλούτο της πίστεώς μου. Θυσιαστική αγάπη για τον άλλο, που μπορεί να με οδηγήσει έως του σταυρού. Εργώδης σκυταλοδρομία της ελπιδοφόρου αληθείας της Αναστάσεως του Κυρίου μας, ως προτυπώσεως της εν Κυρίω αναστάσεως όλων εκείνων των μακαρίων που δεν είδαν, όμως, με την βοήθεια της ιεραποστολής, πιστεύουν. Αμήν!