O Aπόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος, υιός του Αριστοβούλου και της Μαρίας, γεννήθηκε στην Κυρήνη της Πενταπόλεως. Σε νεαρή ηλικία μετέβη και έζησε στα Ιεροσόλυμα. Υπήρξε ανηψιός του Αποστόλου Βαρνάβα, ενός εκ των Εβδομήκοντα Αποστόλων, τον οποίο ακολούθησε μαζί τον Απόστολο των Εθνών Παύλο στην πρώτη Αποστολική τους περιοδεία (Πραξ.13, 4-5). Στην Μ.Ασία ήλθε αντιμέτωπος με το οργισμένο πλήθος των κατοίκων της Πέργης κατά των δύο Αποστόλων, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα. Εξ αιτίας του περιστατικού αυτού ο Απόστολος Παύλος αρνείται την συμμετοχή του Μάρκου στο έργο του ευαγγελισμού, γι’ αυτό και ο Απόστολος Βαρνάβας, συνοδευόμενος από τον Μάρκο, μετέβη στην Κύπρο, όπου κήρυξε την χριστιανική πίστη και εδραίωσε την Εκκλησία της νήσου.
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται στην προς Κολοσσαείς Επιστολή του Απ.Παύλου (Κολ. 4,10) ο Μάρκος βρέθηκε στη Ρώμη μαζί με τον Απόστολο Πέτρο.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος φτάνει στην Αλεξάνδρεια περί το έτος 40 μ.Χ. όπου εκήρυξε τον Χριστιανισμό και συνεκρότησε την Εκκλησία των Αλεξανδρέων, της οποίας διετέλεσε πρώτος Επίσκοπος.
Την ημέρα του Πάσχα του έτους 63 μ.Χ. (3η Απριλίου/Φαρμουθί), κατά την οποία οι εθνικοί τελούσαν την εορτή του Σεράπιδος, ο Άγιος Μάρκος συνελήφθη τελών την θεία μυσταγωγία και φυλακίσθηκε. Την επομένη, 4η Απριλίου, εσύρθη από τον όχλο στους δρόμους της Αλεξανδρείας και πέθανε ως Μάρτυρας της Εκκλησίας. Ενταφιάσθηκε από τους Χριστιανούς της πόλεως στην συνοικία Βουκόλου, όπου αργότερα ανήγειραν και περικαλλή Ιερό Ναό στην μνήμη Του.
Τον 9ο αιώνα Ενετοί έμποροι απήγαγαν το ιερό λείψανο και το μετέφεραν στην Βενετία, όπου ευρίσκεται έως σήμερα τεθησαυρισμένο στον ομώνυμο Καθεδρικό Ναό της πόλεως.