Την Κυριακή, 30η Νοεμβρίου ε.ε. η ΑΘΜ ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ.Θεόδωρος Β’ τέλεσε στον Ιερό Πατριαρχικό καί Καθεδρικό Ναό Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου την χειροτονία του Θεοφ.Επισκόπου Μποτσουάνας κ.Βασιλείου. Στην Ευχαριστιακή Σύναξη και την χειροτονία του Θεοφιλεστάτου συμμετείχαν οι Σεβ.Μητροπολίτες Γουϊνέας κ.Γεώργιος, Ειρηνουπόλεως κ.Δημήτριος, Λεοντοπόλεως κ.Γαβριήλ και Νουβίας κ.Νάρκισσος.
Παρέστησαν ο Εντιμ.Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Αλεξάνδρεια κ.Χρήστος Καποδίστριας, Πρόεδροι ελληνικών φορέων και συλλόγων της Μ.Πόλεως, οι Μοναχές που εγκαταβιούν στο Μετόχι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εν Αθήναις, καθώς και οι οικογενείς και φίλοι του χειροτονηθέντος Επισκόπου.
Ο Μακαριώτατος, κατά την ομιλία Του, με συγκίνηση είπε τα εξής:
«Ὅθεν πρέπει ὑμῖν συντρέχειν τῇ τοῦ ἐπισκόπου γνώμῃ, ὅπερ καὶ ποιεῖτε· τὸ γὰρ ἀξιονόμαστον ὑμῶν πρεσβυτέριον, τοῦ Θεοῦ ἄξιον, οὕτως συνήρμοσται τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς χορδαὶ κιθάρᾳ· διὰ τοῦτο ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν καὶ συμφώνῳ ἀγάπῃ Ἰησοῦς Χριστὸς ᾂδετε»
(Ἀγίου Ἰγνατίου Θεοφόρου, πρὸς Ἐφεσίους §4)
Θεοφιλέστατε, ἐψηφισμένε Ἐπίσκοπε Μποτσουάνας, καὶ ἐν Κυρίῳ ἀγαπητέ ἀδελφέ, κ. Βασίλειε,
Λίγο πρὶν τὸ ἑκούσιον καὶ φρικτὸν καὶ ζωοποιὸν του πάθος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὴν ἀγωνιώδη προσευχὴ του πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα, ὅπου ὁ ἱδρώτας του ἔτρεχε ὡς θρόμβοι αἵματος, (Λουκᾶ κβ΄, 44), ἐπικεντρώθηκε εἰς τὸ αἴτημα τῆς ἑνότητος, μὲ τὰ συγκινητικὰ ἐκεῖνα λόγια: «ἐρωτῶ … ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοὶ, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. ιζ΄, 21). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Θεοφόρος Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἐνῶ ὁδηγόταν πεζὸς, ἀλυσοδεμένος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Ρώμη γιὰ νὰ γίνει κατάβρωμα τῶν λεόντων, ἔγραφε καθ’ ὁδὸν ἀπευθυνόμενος στὶς ἐκκλησίες τῆς Ἐφέσσου, τῆς Σμύρνης, καὶ τῆς Φιλαδέλφειας, καὶ παρακαλοῦσε καὶ προσευχόταν, ὡς γνήσιον ἐκτύπωμα τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ ἕνα θέμα, γιὰ τὴν ἑνότητα. Καὶ τόσο πολὺ ὑμνοῦσε καὶ ἐπαινοῦσε καὶ ἐπέμενε στὸ θέμα αὐτό, ὥστε νὰ πεῖ τελικὰ ὅτι: «χρήσιμον οὖν ἐστὶν ὑμᾶς ἐν ἀμώμῳ ἑνότητι εἶναι, ἵνα καὶ Θεοῦ πάντοτε μετέχητε», (πρὸς Ἐφες. §4). Προϋπόθεση δηλαδὴ τῆς μετοχῆς καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς ἑνότητας.
Καὶ παρακάτω ὁ γλυκύτατος αὐτὸς Ἅγιος, συνεχίζει καὶ λέγει ὅτι «αὐτὸς ποὺ δὲν μετέχει τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑπερηφανεῖ, καὶ πρὸς ἀποφυγὴ τῆς ὑπερηφανείας, πρέπει νὰ ὑποτασσόμεθα στὸν Ἐπίσκοπο» (ἔνθ. ἀνωτ. §5). Ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας στὴν ἐκκλησία εἶναι λοιπὸν ὁ Ἐπίσκοπος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς οἰκοδομεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητος ὄχι μόνος του, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς διακόνους καὶ τοὺς πιστούς, χωρὶς τοὺς ὁποίους τελικὰ «ἐκκλησία οὐ καλεῖται», σύμφωνα μὲ τὴν γνωστὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἱγνατίου.
Ἀγαπητὲ μου π. Βασίλειε,
Ἔχεις, ἐπὶ μακρᾷ σειρᾷ δεκαέξι ἐτῶν, ποὺ χάριτι Θεοῦ ὑπηρετεῖς τὸ παλαίφατο Πατριαρχεῖο μας, ἀποδείξει τὴν ἀφοσίωσιν καὶ ὑπακοὴν σου στὴν Ἀλεξανδρινὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Προκαθήμενον αὐτῆς, ἀπὸ διάφορες ἐπιτελικὲς θέσεις ὅπου καὶ ἄν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ ἐτοποθέτησε. Καὶ στὸ Γιοχάνεσμπουργκ, καὶ στὸ Κάϊρο, ὅπου σὰν ἐφημέριος ὑπηρέτησες, ἀλλὰ καὶ στὸ Μετόχι τοῦ Πατριαρχείου μας, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν ἁγίων Ἀθανασίου, Νικολάου καὶ Φωτίου, Ἄνω Κυψέλης, ὅπου ἀνέλωσες τὸν ἑαυτὸν σου ὑπηρετῶν ὡς ἐφημέριος καὶ πνευματικὸς, ἀπέδειξες ἔμπρακτα τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστη σου στὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ στὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς διακρίσεις ἐθνοτήτων, γλωσσῶν ἤ χρώματος. Ἀλλὰ καὶ σὰν γραμματέας τοῦ Γραφείου ἐκπροσωπήσεως τοῦ Προκαθημένου τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου μας, ἀπέδειξες τὴν ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτῆρος σου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἰδιαίτερα μᾶς συγκίνησε, τόσο ἐμένα προσωπικὰ, ὅσον καὶ τοὺς ἁγίους ἱεράρχας ποὺ σὲ τίμησαν με τὴν τιμίαν ψήφον τους, εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ἐπέδειξας στὸν μακαριστὸν γέροντὰ σου Μητροπολίτην Καρθαγένης κυρὸν Χρυσόστομον, τὸν ὁποῖον οὐδέποτε ἐγκατέλειψες, ἀλλὰ τὸν ὑπηρέτησες μὲ πραγματικὴν υἱϊκὴν ἀφοσίωσιν.
Καὶ ἰδοὺ, ἡ χάρις τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ, ἐπιβλέψασα εἰς τὴν ἀγαπῶσαν καρδίαν σου, ἐνέπνευσεν τὴν ἁγιωτάτην Σύνοδον τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας τῇ προτροπῇ τοῦ Προκαθημένου αὐτῆς νὰ σὲ ψηφίσει Ἐπίσκοπον Μποτσουάνας, θέτοντὰς σε «ὥς λύχνον ἐπὶ τὴν λυχνίαν», (Λουκ. ια΄, 33), ὥστε μὲ τὴν ἀκτινοβολίαν τῶν ἀγαθῶν σου ἔργων νὰ γίνεις πόλος ἔλξεως ἀνθρώπων διψώντων καὶ πεινώντων τὴν γνῶσιν καὶ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁρατὸν σημεῖον ἀναφορᾶς τῆς ἑνότητος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, τῆς Ἐκκλησίας.
Νὰ ξέρεις ὅτι ἡ πατρικὴ μου ἀγάπη θὰ εἶναι πάντα μαζὶ σου, δίπλα σου, ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ τῶν ψηφισάντων σε ἁγίων Ἀρχιερέων, σὲ κάθε βῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς σου πορείας. Δῶσε στὸν λαὸ τῆς κληρωθείσης σου ἐπισκοπῆς Μποτσουάνας, θυσιαστικῶς τὸν ἑαυτὸ σου, κατεργαζόμενος τὴν προσωπικὴν σου σωτηρίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ ποιμνίου σου· σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀπάνθρωπος, γίνε κῆρυξ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ὡς χριστιανοὶ ἀνθρωπιστὲς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ προχωροῦμε πάντα πέρα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακό, ὅπου οἱ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ὁμαδοποιοῦνται, καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ αὐθεντικὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι προβλέψιμο. Στὴν διαπίστωση τῆς διαφορετικότητας νὰ χαιρόμαστε μὲ τὴν ἔκπληξη τῆς δυνατότητας ἐξεύρεσης συνάντησης μὲ τὸν ἄλλον, τὸν διαφορετικὸ, σὲ πολλαπλὰ ἐπίπεδα, γιατὶ στὸν πνευματικὸ κόσμο δὲν ὑπάρχει μονοτονία καὶ πλήξη. Καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης δὲν φοβᾶται τὴν διαφορετικότητα, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν νοηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἐμπλουτίζει! Αὐτὴν τὴν ἔμπνευση χρειάζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη Ἱεραποστολή.
Στὴν ἥπειρο τοῦ μέλλοντος, τὴν Ἀφρική, ὅπου ἡ χάρις τοῦ μεγάλου Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νὰ ὑπηρετοῦμε, χρειάζεται «ὅραμα», καὶ χρειάζεται πίστη. Βαδίζουμε πολλὲς φορὲς ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει δρόμος, γιατὶ τὸν δρόμο τὸν ἀνοίγεις περπατώντας. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, παιδὶ μου π. Βασίλειε, μὴν διστάζεις! Στρέφοντας δίπλα στὸ μονοπάτι τὰ μάτια σου, θὰ βλέπεις ἀοράτως, ἀκολουθοῦντα τὸν Κύριον, ὅπως οἱ μαθητὲς ποὺ πορεύονταν εἰς Ἐμμαοὺς. Ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ σοῦ δίδει ὁ Θεὸς τὴν χάριν τῆς Ἀρχιερωσύνης, σήμερα στὴν προσωπικὴ σου Πεντηκοστὴ, νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς πάντα θὰ εἶναι δίπλα σου, ἐνισχύων καὶ ἐπιστηρίζων σε, σὲ κάθε αἴτημα τῆς ἀγαπώσης καρδίας σου, διότι ὁ Θεὸς μας εἶναι Θεὸς ἀγάπης· «Θεὸς ἐγγίζων ἐγὼ εἰμὶ, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῤῥωθεν», κατὰ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν. (Κεφ. 23).
Θάρσει, λοιπὸν Θεοφιλέστατε ἅγιε ἀδελφέ, γιατὶ ὑπηρετοῦμε αὐτὸν τὸν ταπεινό Θεό τῆς ἀγάπης, αὐτὸν τὸν Θεὸ ποὺ ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῆς ἀγάπης του, ἐγκατέλειψε τὴν μακαριότητα τῆς θεότητὰς του καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μ’ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει εἰς τὴν θεϊκὴ του μακαριότητα. Αὐτὸς ὁ Θεὸς σὲ περιμένει τώρα, μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων γιὰ νὰ σοῦ χαρίσει τὴν χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Εἴσελθε, τοῖνυν, παιδὶ μου Βασίλειε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου!
Ο Θεοφ.κ.Βασίλειος ανέφερε:
Μακαριώτατε, Πάτερ & Δέσποτα,
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία,
Τίμιο πρεσβυτέριο,
Χριστού Διακονεία,
Αγαπητοί Παρόντες,
Δόξα αναπέμπω στον εν Τριάδι έναν Θεό που αξίωσε την αναξιότητα μου να εβρίσκομε σήμερον ενώπιον του φρικτού θησιαστηρίου για να λάβω από τα τίμια χέρια Της Μακαριότητάς Σας, τον τρίτο και υπερμέγιστο βαθμό της αρχιεροσύνης.
Αν ήταν δυνατό Μακαριώτατε, Δέσποτα θα σφάλιζα το στόμα και εν πλήρη σιγή, θα βίωνα το μυστήριο της προσωπικής μου πεντηκοστής. Όμως δεν είμαι εγώ αυτός που θα σταματήσει το έθος, ο χειροτονούμενος να απευθύνει λόγο, προ της χειροτονίας του.
Δεν θα επιχειρίσω να αναλύσω θεολογικά το νόημα της σημερινής ημέρας. Πολλοί και λογιότεροι θεολόγοι, πρό εμού, το έχουν πράξει με άριστα αποτελέσματα. Στο μόνο που θα ήθελα να σταθώ και που επιθυμώ να είναι εκείνο που θα σταθεί οδοδείκτης στην αρχιερατική μου ζωή και πορεία, είναι το υπό Του Κυρίου λεχθέν: «Ουκ ήλθον διακονειθήναι αλλά διακονείσαι».
Την ιερά τούτη ώρα όλη μου η ζωή και η εντός της Εκκλησίας πορεία μου, περνά μπροστά από τα μάτια μου. Δεν θα ήθελα να σας κουράσω με εκτενείς αναφορές σε αυτήν, ευχομαι μόνο, εν ημέρα κρίσεως, να μπορώ να αναφωνήσω: «Πάτερ, ους δέδοκάς μοι δεν απόλεσα εξ’αυτών ουδέ ένα».
Θα ήθελα να ευχαριστήσω, την ιερά τούτη στιγμή, τους ενουρανίοις θαλάμοις εβρισκομένους πνευματικούς μου πατέρας, που σήκωσαν το βάρος της ψυχής μου, εν ημέρες θλίψεων και ενδοιασμών, τον πατέρα Άγγελο Τόλια και τον μακαριστό Μητροπολίτη Πηλουσίου κυρό Καλλίνικο.
Τον μακαριστό Μητροπολίτη Καρθαγένης κυρό Χρισόστομο στα πόδια του οποίου εμαθήτευσα και ανδρώθηκα πνευματικά και που υπήρξε η αιτία να εισέλθω εις τον ιερό κλήρο του Πανσέπτου Πατριαρικού Θρόνου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Έμεινα πλησίον του, έως του τραγικού τέλους της ζωής του και είναι εκείνος που με έμαθε στη ζωή μου να μην επιζητώ επαίνους, αλλά, να προετοιμάζομαι για να ανταπεξέλθω στην σκληρότητα της ζωής.
Ακόμα, ψάχνω τα λόγια με τα οποία θα μπορούσα να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γουϊνέας κ. Γεώργιο. Θεωρώ, ότι, ο Θεός, μέσα στο άπειρο αυτού έλεος, έστειλε δίπλα μου έναν κατά πάντα και δια πάντα αγαπημένο αδελφό, με όλη την σημασία της λέξεως. Ο χαρακτήρας του αδαμάντινος, καθόλα ευγενής αλλά και δυναμικός προασπιστής των δικαίων του Θρόνου. Σεβασμιώτατε εύχομαι ολόψυχα όσα φανερώς και αφανώς πράξατε για την ελεεινότητά μου ο Κύριος να σας τα χαρίζει εκαντοταπλασίωνα και να είδετε την υγεία της πολυαγαπημένης σας μητέρας κ. Ανδριάνας, πλήρως αποκαταστημένη.
Να ευχαριστήσω ακόμα, την πολυαγαπημένη μου μητέρα Καλλιόπη που στάθηκε φρουρός ακοίμητος δίπλα μου, διακωνόντας πάντα χαμογελαστή μα και πικραμένη από την ζωή, που δεν της χαρίστηκε σε τίποτα. Μεγάλωσε εμένα και τα δύο αδέλφια μου, Στέλλα και Στράτο, με μεγάλο κόπο και μόχθο και άξια σήμερα ευφρένεται βλέποντας τον βενιαμίν της οικογενείας της να ανέρχεται τις βαθμίδες του Αρχιερατικού Αξιώματος.
Τον αδελφό μου και την αδελφή μου που τόσα χρόνια αθόρυβα με στηρίζουν, τα ανήψια μου που τόσο με αγαπούν και που, λόγω της οικονομικής κρίσεως, δεν μπόρεσαν σήμερα να βρεθούν ανάμεσά μας. Όλους αυτούς μαζί, τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου και πάντοτε θα προσευχομαι στο ιερό Θυσιαστήριο για την υγεία και την εν Χριστό προκοπή τους.
Τους αδελφούς Κυψελιώτες που με παρέλαβαν παιδί σχεδόν και με μεγάλωσαν μέσα στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, του Μετοχίου μας στην Κυψέλη• δεν τους ψεχνώ. Τους ευγνωμωνώ που με έκαναν να προσπαθήσω να γίνω καλύτερος από ό,τι ήμουν και πολλές φορές να ξεπεράσω ευατόν για τους διακονήσω.
Κατακλείων τον λόγο, επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο τίμιο πρόσωπό Σας Μακαριώτατε, Πάτερ και Δέσποτα. Γνωριζόμαστε από την εποχή που νεαρός εγώ, διάκονος, φιλούσα το χέρι Σας, ως Επίσκοπον Κυρήνης. Ο χαμογελαστός χαρακτήρας Σας και η αγάπη του Γέροντος Χρυσοστόμου προς το Πρόσωπό Σας, με έκανε να Σας συμπαθήσω έτι περισσότερον. Ακόμα κρατάω φυλαγμένο το γράμμα που μου αποστείλλατε, ως Μητροπολίτης Καμερούν, και μου εξιστορούσατε την πορεία, το έργο και την αγάπη Σας για την ιεραποστολή. Εβρισκόμενος σήμερα ενώπιόν Σας, εγώ ως εψηφισμένος Επίσκοπος Μποτσουάνας και Εσείς ως Προθιεράρχης της των Αλεξανδρείων Εκκλησίας, γνωρίζοντας τον διακαή Σας πόθο για την εγκαθίδρυση σε γερά θεμέλια και την εδραίωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη φιλόξενη χώρα της Μποτσουάνας, Σας υπόσχομαι ότι θα πράξω πάν δυνατόν, και αδύνατον, ώστε να μη σβήσει ποτέ το καντήλι που Εσείς ως Ο κατ’εξοχήν ιεραπόστολος, ανάψατε στην γωνία αυτή της Αφρικής. Να είναι πολλά τα έτη Σας Μακαριώτατε, να ζήσετε εν ειρήνη και η ευγνωμονούσα καρδία μου πάντα θα αναγνωρίζει στο Σεπτό πρόσωπό Σας τον άγγελο της ανεξικακίας, την πηγή της αστείρευτης αγάπης, τον στυλοβάτη της των Αλεξανδρείων Εκκλησίας και τον αγαθό και στοργικό πατέρα της Ορθοδόξου Αποστολής.